περαίτεραι

περαίτεραι
περαίτερος
beyond
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περαίτερος — τέρα, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από κάποιον, ο παραπέρα («ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι», Πίνδ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) περαίτερον μτφ. καλύτερα («κεῑνος ἂν εἴποι ἔργα περαίτερον ἄλλων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”